- προπωλή
- ἡ, Α(σχετικά με πώληση) μεσιτεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + πωλή «πώληση»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προπωλητικός — ή, όν, Α [προπωλητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προπώλη, ο μεσιτικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προπωλητικόν η μεσιτεία για την πώληση ενός πράγματος … Dictionary of Greek